Δείτε επίσης: Μπαλουκτσής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαλουκτσής οι μπαλουκτσήδες
      γενική του μπαλουκτσή των μπαλουκτσήδων
    αιτιατική τον μπαλουκτσή τους μπαλουκτσήδες
     κλητική μπαλουκτσή μπαλουκτσήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλουκτσής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بالقجی (balıkcı) (τουρκική balıkçı) < balık (ψάρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.luˈkt͡sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐λου‐κτσής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαλουκτσής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • μπαλουκτσής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)