Μπαλουκτσής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπαλουκτσής < επάγγελμα μπαλουκτσής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.lukˈt͡sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπα‐λουκ‐τσής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπαλουκτσής αρσενικό (θηλυκό Μπαλουκτσή)
Δείτε επίσης : μπαλουκτσής |
Μπαλουκτσής αρσενικό (θηλυκό Μπαλουκτσή)