Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπέρι μπέρι < αγγλική beriberi < σιναλεζική බැරි, බැරි (bæri, bæri: «δεν μπορώ, δεν μπορώ», εξαιτίας της αδυναμίας που επιφέρει η νόσος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbe.ri ˈbe.ri/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπέ‐ρι μπέ‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπέρι μπέρι ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • beriberi στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία