μπέρι μπέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπέρι μπέρι < αγγλική beriberi < σιναλεζική බැරි, බැරි (bæri, bæri: «δεν μπορώ, δεν μπορώ», εξαιτίας της αδυναμίας που επιφέρει η νόσος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbe.ri ˈbe.ri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπέ‐ρι μπέ‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπέρι μπέρι ουδέτερο άκλιτο
- (ιατρική) νόσος που οφείλεται σε ανεπάρκεια θειαμίνης (βιταμίνης B₁) και εκδηλώνεται με γρήγορο καρδιακό ρυθμό, δύσπνοια και πρήξιμο στα πόδια ή επηρεάζει το νευρικό σύστημα, με αποτέλεσμα μούδιασμα των χεριών και των ποδιών, σύγχυση, δυσκολία στην κίνηση των ποδιών και πόνο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- beriberi στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Θειαμίνη στη Βικιπαίδεια