μουσικολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουσικολόγος < μουσικο- + -λόγος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική musicologue
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουσικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επιστήμων που μελετά θεωρητικά και επιστημονικά τη μουσική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουσικολόγος