Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσικολογικός η μουσικολογική το μουσικολογικό
      γενική του μουσικολογικού της μουσικολογικής του μουσικολογικού
    αιτιατική τον μουσικολογικό τη μουσικολογική το μουσικολογικό
     κλητική μουσικολογικέ μουσικολογική μουσικολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσικολογικοί οι μουσικολογικές τα μουσικολογικά
      γενική των μουσικολογικών των μουσικολογικών των μουσικολογικών
    αιτιατική τους μουσικολογικούς τις μουσικολογικές τα μουσικολογικά
     κλητική μουσικολογικοί μουσικολογικές μουσικολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσικολογικός < μουσικολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μουσικολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία