↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσαμαδένιος η μουσαμαδένια το μουσαμαδένιο
      γενική του μουσαμαδένιου της μουσαμαδένιας του μουσαμαδένιου
    αιτιατική τον μουσαμαδένιο τη μουσαμαδένια το μουσαμαδένιο
     κλητική μουσαμαδένιε μουσαμαδένια μουσαμαδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσαμαδένιοι οι μουσαμαδένιες τα μουσαμαδένια
      γενική των μουσαμαδένιων των μουσαμαδένιων των μουσαμαδένιων
    αιτιατική τους μουσαμαδένιους τις μουσαμαδένιες τα μουσαμαδένια
     κλητική μουσαμαδένιοι μουσαμαδένιες μουσαμαδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μουσαμαδένιος < μουσαμάς, μουσαμαδ- + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mu.sa.maˈðe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐σα‐μα‐δέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

μουσαμαδένιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία