μουσίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουσίτσα | οι | μουσίτσες |
γενική | της | μουσίτσας | — | |
αιτιατική | τη | μουσίτσα | τις | μουσίτσες |
κλητική | μουσίτσα | μουσίτσες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουσίτσα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης му̀шица (mùšica, μυγούλα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουσίτσα θηλυκό
- (έντομο) είδος μικρού εντόμου
- (έντομο) σκνίπα
- (μεταφορικά) κατεργάρης
- (προσφώνηση, μεταφορικά οικείο) προσφώνηση ομορφούλας, λεπτοκαμωμένης και κατεργάρας γυναίκας
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μσίτσα (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουσίτσα
|