↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουρντάρικος η μουρντάρικη το μουρντάρικο
      γενική του μουρντάρικου της μουρντάρικης του μουρντάρικου
    αιτιατική τον μουρντάρικο τη μουρντάρικη το μουρντάρικο
     κλητική μουρντάρικε μουρντάρικη μουρντάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουρντάρικοι οι μουρντάρικες τα μουρντάρικα
      γενική των μουρντάρικων των μουρντάρικων των μουρντάρικων
    αιτιατική τους μουρντάρικους τις μουρντάρικες τα μουρντάρικα
     κλητική μουρντάρικοι μουρντάρικες μουρντάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μουρντάρικος < μουρντάρ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /muɾˈda.ɾi.kos/

  Επίθετο

επεξεργασία

μουρντάρικος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία