μουρντάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουρντάρικος < μουρντάρ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /muɾˈda.ɾi.kos/
Επίθετο
επεξεργασίαμουρντάρικος
- που έχει σχέση με μουρνταριές, που μουρνταρεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία μουρντάρικος
|