Ετυμολογία

επεξεργασία
μουρνταρεύω < μουρντάρ(ης) + -εύω

μουρνταρεύω, πρτ.: μουρντάρευα, στ.μέλλ.: θα μουρνταρέψω, αόρ.: μουρντάρεψα, χωρίς παθητική φωνή

Μεταφράσεις

επεξεργασία