Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουρνταρεύω < μουρντάρ(ης) + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muɾ.daˈɾe.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

μουρνταρεύω, πρτ.: μουρντάρευα, στ.μέλλ.: θα μουρνταρέψω, αόρ.: μουρντάρεψα, χωρίς παθητική φωνή

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία