μουρνταρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μουρνταρεύω < μουρντάρ(ης) + -εύω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /muɾ.daˈɾe.vo/
Ρήμα
επεξεργασία
μουρνταρεύω, πρτ.: μουρντάρευα, στ.μέλλ.: θα μουρνταρέψω, αόρ.: μουρντάρεψα, χωρίς παθητική φωνή
- (προφορικό) συμπεριφέρομαι ως μουρντάρης, απατώ τον/την σύντροφο ή σύζυγο
- (λαϊκότροπο) λερώνω, βρομίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουρνταρεύω | μουρντάρευα | θα μουρνταρεύω | να μουρνταρεύω | μουρνταρεύοντας | |
β' ενικ. | μουρνταρεύεις | μουρντάρευες | θα μουρνταρεύεις | να μουρνταρεύεις | μουρντάρευε | |
γ' ενικ. | μουρνταρεύει | μουρντάρευε | θα μουρνταρεύει | να μουρνταρεύει | ||
α' πληθ. | μουρνταρεύουμε | μουρνταρεύαμε | θα μουρνταρεύουμε | να μουρνταρεύουμε | ||
β' πληθ. | μουρνταρεύετε | μουρνταρεύατε | θα μουρνταρεύετε | να μουρνταρεύετε | μουρνταρεύετε | |
γ' πληθ. | μουρνταρεύουν(ε) | μουρντάρευαν μουρνταρεύαν(ε) |
θα μουρνταρεύουν(ε) | να μουρνταρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μουρντάρεψα | θα μουρνταρέψω | να μουρνταρέψω | μουρνταρέψει | ||
β' ενικ. | μουρντάρεψες | θα μουρνταρέψεις | να μουρνταρέψεις | μουρντάρεψε | ||
γ' ενικ. | μουρντάρεψε | θα μουρνταρέψει | να μουρνταρέψει | |||
α' πληθ. | μουρνταρέψαμε | θα μουρνταρέψουμε | να μουρνταρέψουμε | |||
β' πληθ. | μουρνταρέψατε | θα μουρνταρέψετε | να μουρνταρέψετε | μουρνταρέψτε | ||
γ' πληθ. | μουρντάρεψαν μουρνταρέψαν(ε) |
θα μουρνταρέψουν(ε) | να μουρνταρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουρνταρέψει | είχα μουρνταρέψει | θα έχω μουρνταρέψει | να έχω μουρνταρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μουρνταρέψει | είχες μουρνταρέψει | θα έχεις μουρνταρέψει | να έχεις μουρνταρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει μουρνταρέψει | είχε μουρνταρέψει | θα έχει μουρνταρέψει | να έχει μουρνταρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουρνταρέψει | είχαμε μουρνταρέψει | θα έχουμε μουρνταρέψει | να έχουμε μουρνταρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μουρνταρέψει | είχατε μουρνταρέψει | θα έχετε μουρνταρέψει | να έχετε μουρνταρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουρνταρέψει | είχαν μουρνταρέψει | θα έχουν μουρνταρέψει | να έχουν μουρνταρέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουρνταρεύω
|