μουράγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουράγιο | τα | μουράγια |
γενική | του | μουράγιου | των | μουράγιων |
αιτιατική | το | μουράγιο | τα | μουράγια |
κλητική | μουράγιο | μουράγια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουράγιο < (άμεσο δάνειο) βενετική muragia
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /muˈɾa.ʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐ρά‐γιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουράγιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η προκυμαία
- ※ Κάτω στον Πειραιά στο μουράγιο είπα να σκοτωθώ μα τον άγιο, μα έκανα υπομονή και κουράγιο κι ήρθα κρυφά τον παλιό μου καημό να σου 'πώ. (τραγούδι «Μάτια βουρκωμένα», στίχοι Νίκος Γκάτσος)