Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουλιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μουλιασμέν
ος
η
μουλιασμέν
η
το
μουλιασμέν
ο
γενική
του
μουλιασμέν
ου
της
μουλιασμέν
ης
του
μουλιασμέν
ου
αιτιατική
τον
μουλιασμέν
ο
τη
μουλιασμέν
η
το
μουλιασμέν
ο
κλητική
μουλιασμέν
ε
μουλιασμέν
η
μουλιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μουλιασμέν
οι
οι
μουλιασμέν
ες
τα
μουλιασμέν
α
γενική
των
μουλιασμέν
ων
των
μουλιασμέν
ων
των
μουλιασμέν
ων
αιτιατική
τους
μουλιασμέν
ους
τις
μουλιασμέν
ες
τα
μουλιασμέν
α
κλητική
μουλιασμέν
οι
μουλιασμέν
ες
μουλιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μουλιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μουλιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουλιασμένος