↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοτσαρέλα οι μοτσαρέλες
      γενική της μοτσαρέλας
    αιτιατική τη μοτσαρέλα τις μοτσαρέλες
     κλητική μοτσαρέλα μοτσαρέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μοτσαρέλα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοτσαρέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική mozzarella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοτσαρέλα θηλυκό

  • (τυρί) μαλακό ιταλικό τυρί από αγελαδινό ή βουβαλίσιο γάλα
    ※  Η λέξη «μοτσαρέλα» χρησιμοποιείται και εκτός της Καμπανίας, για να περιγράψει αυτό το είδος φρέσκου τυροκομικού, ακόμα και αν φτιάχνεται με αγελαδινό γάλα, αν και κανονικά τέτοια τυριά πρέπει να ονομάζονται «fiordilatte» ή «mozzarella fiordilatte». Η βασικότερη γευστική διαφορά είναι ότι η Mozzarella di Bufala Campana είναι φτιαγμένη με βουβαλίσιο γάλα, το οποίο είναι πλουσιότερο και πιο γευστικό.
    Tα πάντα για τη μοτσαρέλα, 01-10-2019, συντάκτρια: Νικολέτα Μακρυωνίτου, @kathimerini.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 16-09-2024.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • μοτσαρέλαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)