↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοσκοπουλημένος η μοσκοπουλημένη το μοσκοπουλημένο
      γενική του μοσκοπουλημένου της μοσκοπουλημένης του μοσκοπουλημένου
    αιτιατική τον μοσκοπουλημένο τη μοσκοπουλημένη το μοσκοπουλημένο
     κλητική μοσκοπουλημένε μοσκοπουλημένη μοσκοπουλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοσκοπουλημένοι οι μοσκοπουλημένες τα μοσκοπουλημένα
      γενική των μοσκοπουλημένων των μοσκοπουλημένων των μοσκοπουλημένων
    αιτιατική τους μοσκοπουλημένους τις μοσκοπουλημένες τα μοσκοπουλημένα
     κλητική μοσκοπουλημένοι μοσκοπουλημένες μοσκοπουλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοσκοπουλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοσκοπουλώ

μοσκοπουλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία