μονύελος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονύελος | οι | μονύελοι |
γενική | του | μονύελου & μονυέλου |
των | μονύελων & μονυέλων |
αιτιατική | τον | μονύελο | τους | μονύελους & μονυέλους |
κλητική | μονύελε | μονύελοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονύελος < μονο- + ύελος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική monocle)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονύελος αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του μονύελο: το μονόκλ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονύελος
|