monocle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monocle | monocles |
Ουσιαστικό επεξεργασία
monocle (en)
- το μονόκλ
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monocle | monocles |
Ουσιαστικό επεξεργασία
monocle (fr) αρσενικό
- το μονόκλ
ενικός | πληθυντικός |
monocle | monocles |
monocle (en)
ενικός | πληθυντικός |
monocle | monocles |
monocle (fr) αρσενικό