ενικός         πληθυντικός  
monocle monocles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

monocle (en)

  1. το μονόκλ



      ενικός         πληθυντικός  
monocle monocles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

monocle (fr) αρσενικό

  1. το μονόκλ