Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόκλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική monocle[1] < μεταγενέστερη λατινική monoculus ( < μόνος + oculus)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονόκλ ουδέτερο άκλιτο

  • ειδικός φακός για τη διόρθωση προβλημάτων όρασης που φοριέται στο ένα μάτι, συνήθως χωρίς άλλη υποστήριξη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία