↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόφθογγος η μονόφθογγη το μονόφθογγο
      γενική του μονόφθογγου της μονόφθογγης του μονόφθογγου
    αιτιατική τον μονόφθογγο τη μονόφθογγη το μονόφθογγο
     κλητική μονόφθογγε μονόφθογγη μονόφθογγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόφθογγοι οι μονόφθογγες τα μονόφθογγα
      γενική των μονόφθογγων των μονόφθογγων των μονόφθογγων
    αιτιατική τους μονόφθογγους τις μονόφθογγες τα μονόφθογγα
     κλητική μονόφθογγοι μονόφθογγες μονόφθογγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονόφθογγος < μονό- + φθόγγος

  Επίθετο

επεξεργασία

μονόφθογγος, -η, -ο

  • που αποτελείται από έναν μόνο φθόγγο
    ⮡  μονόφθογγη συλλαβή
    ※  Μήπως και σήμερα δε λέμε αγαπώ και αγαπάω , χτυπώ και χτυπάω ; Σε άλλη αττική επιγραφή διαβάζουμε τις ταυτόσημες λέξεις « υιός » και από ορθογραφικό λάθος « uος » , ένδειξη ότι η μονόφθογγη προφορά της διφθόγγου « υι » είχε συντελεστεί (Διαβάζω, τεύχη 291-301, 1992, σελ. 26)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία