• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μονότομος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονότομος η μονότομη το μονότομο
      γενική του μονότομου της μονότομης του μονότομου
    αιτιατική τον μονότομο τη μονότομη το μονότομο
     κλητική μονότομε μονότομη μονότομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονότομοι οι μονότομες τα μονότομα
      γενική των μονότομων των μονότομων των μονότομων
    αιτιατική τους μονότομους τις μονότομες τα μονότομα
     κλητική μονότομοι μονότομες μονότομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
μονότομος < μονό- + -τομος

Επίθετο

επεξεργασία

μονότομος, -η, -ο

  • που αποτελείται από έναν μόνο τόμο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μονότομος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μονότομος&oldid=5601352"
Τελευταία επεξεργασία στις 8 Οκτωβρίου 2022, στις 11:18

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 8 Οκτωβρίου 2022, στις 11:18.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας