Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόκλινο < μονο- + κλίνη
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονόκλινο ουδέτερο

  • δωμάτιο σε ξενοδοχείο, πανσιόν κλπ που έχει ένα μόνο κρεβάτι, που προορίζεται για ένα μόνο άτομο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία