Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονόγαμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονόγαμ
ος
η
μονόγαμ
η
το
μονόγαμ
ο
γενική
του
μονόγαμ
ου
της
μονόγαμ
ης
του
μονόγαμ
ου
αιτιατική
τον
μονόγαμ
ο
τη
μονόγαμ
η
το
μονόγαμ
ο
κλητική
μονόγαμ
ε
μονόγαμ
η
μονόγαμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονόγαμ
οι
οι
μονόγαμ
ες
τα
μονόγαμ
α
γενική
των
μονόγαμ
ων
των
μονόγαμ
ων
των
μονόγαμ
ων
αιτιατική
τους
μονόγαμ
ους
τις
μονόγαμ
ες
τα
μονόγαμ
α
κλητική
μονόγαμ
οι
μονόγαμ
ες
μονόγαμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονόγαμος
<
ελληνιστική κοινή
μονόγαμος
Επίθετο
επεξεργασία
μονόγαμος, -η, -ο
που έχει
παντρευτεί
μία
μόνο
φορά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονόγαμος