μονοπληγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοπληγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monoplégie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monoplegia[1] < αρχαία ελληνική μόνος + πληγή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοπληγία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοπληγία
- ↑ 1,0 1,1 μονοπληγία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)