↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοκυτταρικός η μονοκυτταρική το μονοκυτταρικό
      γενική του μονοκυτταρικού της μονοκυτταρικής του μονοκυτταρικού
    αιτιατική τον μονοκυτταρικό τη μονοκυτταρική το μονοκυτταρικό
     κλητική μονοκυτταρικέ μονοκυτταρική μονοκυτταρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοκυτταρικοί οι μονοκυτταρικές τα μονοκυτταρικά
      γενική των μονοκυτταρικών των μονοκυτταρικών των μονοκυτταρικών
    αιτιατική τους μονοκυτταρικούς τις μονοκυτταρικές τα μονοκυτταρικά
     κλητική μονοκυτταρικοί μονοκυτταρικές μονοκυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοκυτταρικός < μονοκύτταρ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.no.ci.ta.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νο‐κυτ‐τα‐ρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μονοκυτταρικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία