μονοκυτταρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοκυτταρικός < μονοκύτταρ(ος) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.no.ci.ta.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐κυτ‐τα‐ρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμονοκυτταρικός, -ή, -ό
- (βιολογία) ο σχετικός με μονοκύτταρο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοκυτταρικός
→ δείτε τη λέξη μονοκύτταρος |