μολυβδαινιούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μολυβδαινιούχος < μολυβδαίνιο + -ούχος
Επίθετο επεξεργασία
μολυβδαινιούχος, -α, -ο
- (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο μολυβδαινίου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μολυβδαινιούχος
|