μισάωρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μισάωρο | τα | μισάωρα |
γενική | του | μισάωρου | των | μισάωρων |
αιτιατική | το | μισάωρο | τα | μισάωρα |
κλητική | μισάωρο | μισάωρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μισάωρο < σύνθετο από συγχώνευση (συναρπαγή) σε μία λέξη της φράσης «(τα) μισά (της) ώρας» με κατάληξη ουδέτερου -ο[1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμισάωρο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μισάωρο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μισάωρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.