μινυρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μινυρός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαμινυρός, -ά, -όν
- (για άνθρωπό) που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει χαμηλόφωνα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1165 (1164-1166)
- πέπληγμαι δ᾽ ὑπ᾽ αὖ δήγματι φοινίῳ | δυσαλγεῖ τύχᾳ μινυρὰ θρεομένας, | θραύματ᾽ ἐμοὶ κλύειν.
- και στην καρδιά με πλήγωσε σα δάγκωμα φιδιού | καθώς τη μαύρη μοίρα σου μοιρολογάς πικρά | και με σπαράζεις να σ᾽ ακούω.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πέπληγμαι δ᾽ ὑπ᾽ αὖ δήγματι φοινίῳ | δυσαλγεῖ τύχᾳ μινυρὰ θρεομένας, | θραύματ᾽ ἐμοὶ κλύειν.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2.21, 44d, @scaife.perseus
- καὶ νιγλάρους θρηνεῖν, ἐν οἷσι Λάμπρος ἐναπέθνῃσκεν,
ἄνθρωπος ὢν ὑδατοπότης, μινυρὸς ὑπερσοφιστής,
Μουσῶν σκελετός, ἀηδόνων ἠπίαλος, ὕμνος Ἅιδου.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Φρύνιχου.
- καὶ νιγλάρους θρηνεῖν, ἐν οἷσι Λάμπρος ἐναπέθνῃσκεν,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1165 (1164-1166)
- (για μικρό πουλί) που τιτιβίζει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μινυρίζω
Πηγές
επεξεργασία- μινυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μινυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.