γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μινυρός μινυρᾱ́ τὸ μινυρόν
      γενική τοῦ μινυροῦ τῆς μινυρᾶς τοῦ μινυροῦ
      δοτική τῷ μινυρ τῇ μινυρ τῷ μινυρ
    αιτιατική τὸν μινυρόν τὴν μινυρᾱ́ν τὸ μινυρόν
     κλητική ! μινυρέ μινυρᾱ́ μινυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μινυροί αἱ μινυραί τὰ μινυρᾰ́
      γενική τῶν μινυρῶν τῶν μινυρῶν τῶν μινυρῶν
      δοτική τοῖς μινυροῖς ταῖς μινυραῖς τοῖς μινυροῖς
    αιτιατική τοὺς μινυρούς τὰς μινυρᾱ́ς τὰ μινυρᾰ́
     κλητική ! μινυροί μινυραί μινυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μινυρώ τὼ μινυρᾱ́ τὼ μινυρώ
      γεν-δοτ τοῖν μινυροῖν τοῖν μινυραῖν τοῖν μινυροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μινυρός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

μινυρός, -ά, -όν

  1. (για άνθρωπό) που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει χαμηλόφωνα
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1165 (1164-1166)
    πέπληγμαι δ᾽ ὑπ᾽ αὖ δήγματι φοινίῳ | δυσαλγεῖ τύχᾳ μινυρὰ θρεομένας, | θραύματ᾽ ἐμοὶ κλύειν.
    και στην καρδιά με πλήγωσε σα δάγκωμα φιδιού | καθώς τη μαύρη μοίρα σου μοιρολογάς πικρά | και με σπαράζεις να σ᾽ ακούω.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2.21, 44d, @scaife.perseus
    καὶ νιγλάρους θρηνεῖν, ἐν οἷσι Λάμπρος ἐναπέθνῃσκεν,
    ἄνθρωπος ὢν ὑδατοπότης, μινυρὸς ὑπερσοφιστής,
    Μουσῶν σκελετός, ἀηδόνων ἠπίαλος, ὕμνος Ἅιδου.
    ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Φρύνιχου.
  2. (για μικρό πουλί) που τιτιβίζει

Συγγενικά

επεξεργασία