μινιμαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μινιμαλισμός < αγγλική minimalism ή γαλλική minimalisme
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμινιμαλισμός αρσενικό
- (τέχνη) μια κίνηση στη σύγχρονη τέχνη, κυρίως στο χώρο των εικαστικών και της μουσικής
- (μεταφορικά) ένα έργο από το οποίο έχει εκλείψει κάθε τι περιττό και υπάρχουν μέσα σε αυτό μόνο τα βασικά και αναγκαία στοιχεία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μινιμαλισμός