↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μινιμαλισμός οι μινιμαλισμοί
      γενική του μινιμαλισμού των μινιμαλισμών
    αιτιατική τον μινιμαλισμό τους μινιμαλισμούς
     κλητική μινιμαλισμέ μινιμαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μινιμαλισμός < αγγλική minimalism ή γαλλική minimalisme

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μινιμαλισμός αρσενικό

  1. (τέχνη) μια κίνηση στη σύγχρονη τέχνη, κυρίως στο χώρο των εικαστικών και της μουσικής
  2. (μεταφορικά) ένα έργο από το οποίο έχει εκλείψει κάθε τι περιττό και υπάρχουν μέσα σε αυτό μόνο τα βασικά και αναγκαία στοιχεία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία