μικρόστομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικρόστομος < αρχαία ελληνική μικρόστομος < μικρός + στόμα
Επίθετο
επεξεργασίαμικρόστομος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικρόστομος
|
μικρόστομος, -η, -ο
|