Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρόστομος η μικρόστομη το μικρόστομο
      γενική του μικρόστομου της μικρόστομης του μικρόστομου
    αιτιατική τον μικρόστομο τη μικρόστομη το μικρόστομο
     κλητική μικρόστομε μικρόστομη μικρόστομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόστομοι οι μικρόστομες τα μικρόστομα
      γενική των μικρόστομων των μικρόστομων των μικρόστομων
    αιτιατική τους μικρόστομους τις μικρόστομες τα μικρόστομα
     κλητική μικρόστομοι μικρόστομες μικρόστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρόστομος < αρχαία ελληνική μικρόστομος < μικρός + στόμα

  Επίθετο επεξεργασία

μικρόστομος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία