μικροσεισμογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροσεισμογράφος < μικρο- + σεισμογράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροσεισμογράφος αρσενικό
- ειδική συσκευή καταγραφής των σεισμικών δονήσεων, ιδίως των μικροσεισμών
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροσεισμογράφος