μικροσεισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροσεισμός < μικρο- + σεισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microearthquake)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροσεισμός αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροσεισμός