↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροπεριμετρία οι μικροπεριμετρίες
      γενική της μικροπεριμετρίας των μικροπεριμετριών
    αιτιατική τη μικροπεριμετρία τις μικροπεριμετρίες
     κλητική μικροπεριμετρία μικροπεριμετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροπεριμετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microperimetry < αρχαία ελληνική μικρός + περίμετρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροπεριμετρία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία