εξεταζόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξεταζόμενος | η | εξεταζόμενη | το | εξεταζόμενο |
γενική | του | εξεταζόμενου | της | εξεταζόμενης | του | εξεταζόμενου |
αιτιατική | τον | εξεταζόμενο | την | εξεταζόμενη | το | εξεταζόμενο |
κλητική | εξεταζόμενε | εξεταζόμενη | εξεταζόμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξεταζόμενοι | οι | εξεταζόμενες | τα | εξεταζόμενα |
γενική | των | εξεταζόμενων | των | εξεταζόμενων | των | εξεταζόμενων |
αιτιατική | τους | εξεταζόμενους | τις | εξεταζόμενες | τα | εξεταζόμενα |
κλητική | εξεταζόμενοι | εξεταζόμενες | εξεταζόμενα | |||
Συγκρίνετε με τη κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
εξεταζόμενος, -η, -ο
- που εξετάζεται
Αντώνυμα επεξεργασία
- ανεξέταστος
- αδιερεύνητος
- άγνωστος
- αμελέτητος ("μη μελετημένος από άλλους")
- απόκρυφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εξεταζόμενος | οι | εξεταζόμενοι |
γενική | του | εξεταζόμενου & εξεταζομένου |
των | εξεταζόμενων & εξεταζομένων |
αιτιατική | τον | εξεταζόμενο | τους | εξεταζόμενους & εξεταζομένους |
κλητική | εξεταζόμενε | εξεταζόμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με την κλίση της μετοχής εξεταζόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
εξεταζόμενος αρσενικό (θηλυκό εξεταζόμενη, παρωχημένο: εξεταζομένη)
- που τον εξετάζουν
- ↪ κατάλογος με τα στοιχεία των εξεταζομένων
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- εξεταζόμενος στα Σώματα Κειμένων - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας