μικροπαραταξιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροπαραταξιακός < μικρο- + παραταξιακός
Επίθετο επεξεργασία
μικροπαραταξιακός
- που αφορά μικρής ή δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα μιας (πολιτικής ή άλλης) παράταξης
- ※ Δυστυχώς ένα κρίσιμο, ευαίσθητο και μείζονος σημασίας θέμα, όπως αυτό της προστασίας και ασφάλειας των πολιτών, βλέπουμε να γίνεται για μια ακόμη φορά αντικείμενο μικροπολιτικής και μικροπαραταξιακής εκμετάλλευσης. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπαραταξιακός
|