Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροπαραταξιακός η μικροπαραταξιακή το μικροπαραταξιακό
      γενική του μικροπαραταξιακού της μικροπαραταξιακής του μικροπαραταξιακού
    αιτιατική τον μικροπαραταξιακό τη μικροπαραταξιακή το μικροπαραταξιακό
     κλητική μικροπαραταξιακέ μικροπαραταξιακή μικροπαραταξιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροπαραταξιακοί οι μικροπαραταξιακές τα μικροπαραταξιακά
      γενική των μικροπαραταξιακών των μικροπαραταξιακών των μικροπαραταξιακών
    αιτιατική τους μικροπαραταξιακούς τις μικροπαραταξιακές τα μικροπαραταξιακά
     κλητική μικροπαραταξιακοί μικροπαραταξιακές μικροπαραταξιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροπαραταξιακός < μικρο- + παραταξιακός

  Επίθετο επεξεργασία

μικροπαραταξιακός

  • που αφορά μικρής ή δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα μιας (πολιτικής ή άλλης) παράταξης
    ※  Δυστυχώς ένα κρίσιμο, ευαίσθητο και μείζονος σημασίας θέμα, όπως αυτό της προστασίας και ασφάλειας των πολιτών, βλέπουμε να γίνεται για μια ακόμη φορά αντικείμενο μικροπολιτικής και μικροπαραταξιακής εκμετάλλευσης. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία