μικροπαραγοντισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροπαραγοντισμός < μικρο- + παραγοντισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροπαραγοντισμός αρσενικό
- ο παραγοντισμός που αφορά μικρές ή ασήμαντες παρεμβάσεις
- (μαθηματικά) πιθανολογική τεχνική για την προσέγγιση του καθολικού βέλτιστου μιας δεδομένης συνάρτησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία γενικός ορισμός
|