↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικρομύκητας οι μικρομύκητες
      γενική του μικρομύκητα των μικρομυκήτων
    αιτιατική τον μικρομύκητα τους μικρομύκητες
     κλητική μικρομύκητα μικρομύκητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικρομύκητας < καθαρεύουσα μικρομύκης < μικρο- + μύκης < αρχαία ελληνική μύκης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικρομύκητας αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία