μικρομύκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρομύκης < μικρο- + μύκης < αρχαία ελληνική μύκης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικρομύκης αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ο μικρομύκητας
- ※ Μέχρι πρό τινων ἐτῶν πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ αἴτιον τῆς νόσου ἦτο ἁπλῶς ἡ δρόσος ἢ ἡ ὑπερβολικὴ ὑγρασία ἀκολουθουμένη ὑπὸ καυτικοῦ ἡλίου καὶ οὐχὶ ὁ μικρομύκης ὁ διὰ μικροσκοπίου μεγάλης δυνάμεως παρατηρούμενος
- Παναγιώτης Γεωργίου Γεννάδιος, Περί του άνθρακος της αμπέλους: φύσις και θεραπεία της νόσου, Αθήνα 1880, σελ. 26
- ※ Μέχρι πρό τινων ἐτῶν πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ αἴτιον τῆς νόσου ἦτο ἁπλῶς ἡ δρόσος ἢ ἡ ὑπερβολικὴ ὑγρασία ἀκολουθουμένη ὑπὸ καυτικοῦ ἡλίου καὶ οὐχὶ ὁ μικρομύκης ὁ διὰ μικροσκοπίου μεγάλης δυνάμεως παρατηρούμενος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- microfungi στην αγγλική Βικιπαίδεια