μικρομελία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρομελία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική micromelia < αρχαία ελληνική μικρομελής < μικρός + μέλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικρομελία θηλυκό
- (ιατρική) η κληρονομική ή παθολογική μικρότητα (ή βραχύτητα) μελών του σώματος (π.χ. άκρα / χέρια, πόδια) σε σχέση με τον κορμό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μικρομελία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρομελία