μικρολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικρολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μικρολογώ
Μετοχή
επεξεργασίαμικρολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μικρολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικρολογημένος
|
μικρολογημένος, -η, -ο
|