↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρολογημένος η μικρολογημένη το μικρολογημένο
      γενική του μικρολογημένου της μικρολογημένης του μικρολογημένου
    αιτιατική τον μικρολογημένο τη μικρολογημένη το μικρολογημένο
     κλητική μικρολογημένε μικρολογημένη μικρολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρολογημένοι οι μικρολογημένες τα μικρολογημένα
      γενική των μικρολογημένων των μικρολογημένων των μικρολογημένων
    αιτιατική τους μικρολογημένους τις μικρολογημένες τα μικρολογημένα
     κλητική μικρολογημένοι μικρολογημένες μικρολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικρολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μικρολογώ

μικρολογημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία