μικρογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρογραφικός < μικρογραφία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μικρογραφικός
- που έχει σχέση με μικρογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρογραφικός
|
μικρογραφικός
|