μικροβιοφοβία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροβιοφοβία < μικρόβιο + -ο- + -φοβία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bactériophobie)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροβιοφοβία θηλυκό
- (ψυχιατρική) ο παθολογικός υπερβολικός φόβος για τα μικρόβια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροβιοφοβία