μηχανοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηχανοκρατία θηλυκό
- η κυριαρχία της χρήσης μηχανών σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Mechanization στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηχανοκρατία