↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανοκρατία οι μηχανοκρατίες
      γενική της μηχανοκρατίας των μηχανοκρατιών
    αιτιατική τη μηχανοκρατία τις μηχανοκρατίες
     κλητική μηχανοκρατία μηχανοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηχανοκρατία < μηχανή + -ο- + -κρατία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηχανοκρατία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία