Δείτε επίσης: μεταψυχική

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταψυχιατρική οι μεταψυχιατρικές
      γενική της μεταψυχιατρικής των μεταψυχιατρικών
    αιτιατική τη μεταψυχιατρική τις μεταψυχιατρικές
     κλητική μεταψυχιατρική μεταψυχιατρικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταψυχιατρική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metapsychiatry < αρχαία ελληνική μετά + ψυχή + ἰατρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταψυχιατρική θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία