μεταμορφοψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταμορφοψία | οι | μεταμορφοψίες |
γενική | της | μεταμορφοψίας | των | μεταμορφοψιών |
αιτιατική | τη | μεταμορφοψία | τις | μεταμορφοψίες |
κλητική | μεταμορφοψία | μεταμορφοψίες | ||
Σπάνια στον πληθυντικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταμορφοψία < ελληνογενής ξένος όρος (άμεσο δάνειο) αγγλική metamorphopsia < meta- < μετα- + morhp- < μορφ(ή) + ops- < ὄψ(ις) + -ia < -ία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεταμορφοψία θηλυκό
- (ιατρική) διαταραχή της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής αντιλαμβάνεται τις οπτικές εικόνες παραμορφωμένες
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταμορφοψία
|