μετακένωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετακένωση | οι | μετακενώσεις |
γενική | της | μετακένωσης* | των | μετακενώσεων |
αιτιατική | τη | μετακένωση | τις | μετακενώσεις |
κλητική | μετακένωση | μετακενώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετακενώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετακένωση < μετακενώνω (< μεσαιωνική ελληνική μετακενῶ < μετά- + κενόω/-ῶ). Η λόγια μορφή της λέξης, μετακένωσις, μαρτυρείται από το 1805 στον Αδαμάντιο Κοραή (1748-1833).[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετακένωση θηλυκό
- η μεταφορά υγρού από ένα δοχείο σε άλλο
- η μεταφορά ιδεών, θεωριών, επιστημών κ.λπ. από ένα τόπο, όπου έχουν ανάπτυξη, σε έναν άλλον, όπου γίνεται η πρόσληψή τους
Συνώνυμα
επεξεργασία- μετάγγιση (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
- μετακένωμα (για ιδέες κ.τ.π.)
Σημειώσεις
επεξεργασία- ιστορικά, ο κοραϊκός ορισμός της μετακένωσης σχετιζόταν με τη μεταφορά των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και των επιτευγμάτων της δυτικοευρωπαϊκής παιδείας στον ελλαδικού χώρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετακένωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013., λήμματα «μετακένωση» και «μετακενώνω».