μεταθετικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταθετικισμός < μετα- + θετικισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική meta-positivism)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταθετικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική προσέγγιση που αναγνωρίζει τις βασικές αρχές του λογικού θετικισμού (positivism) και τις συμπληρώνει με μια μεταφυσική προοπτική
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταθετικισμός