μεταγραφοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεταγραφοφύλακας < (καθαρεύουσα) μεταγραφοφύλαξ (< μεταγραφή + μεταγραφ(ή) + -ο- + -φύλακας, κατά το υποθηκοφύλακας) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεταγραφοφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος σε υποθηκοφυλακείο που είναι υπεύθυνος για τις μεταγραφές των συμβολαιογραφικών πράξεων σε αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταγραφοφύλακας
|