Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταγλωττισμένος η μεταγλωττισμένη το μεταγλωττισμένο
      γενική του μεταγλωττισμένου της μεταγλωττισμένης του μεταγλωττισμένου
    αιτιατική τον μεταγλωττισμένο τη μεταγλωττισμένη το μεταγλωττισμένο
     κλητική μεταγλωττισμένε μεταγλωττισμένη μεταγλωττισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταγλωττισμένοι οι μεταγλωττισμένες τα μεταγλωττισμένα
      γενική των μεταγλωττισμένων των μεταγλωττισμένων των μεταγλωττισμένων
    αιτιατική τους μεταγλωττισμένους τις μεταγλωττισμένες τα μεταγλωττισμένα
     κλητική μεταγλωττισμένοι μεταγλωττισμένες μεταγλωττισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταγλωττισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταγλωττίζω

  Μετοχή επεξεργασία

μεταγλωττισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία