μετάζευξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετάζευξη | οι | μεταζεύξεις |
γενική | της | μετάζευξης* | των | μεταζεύξεων |
αιτιατική | τη | μετάζευξη | τις | μεταζεύξεις |
κλητική | μετάζευξη | μεταζεύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταζεύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετάζευξη < μετά- + ζεύξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cutover)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετάζευξη θηλυκό
- η διαδικασία γρήγορης αντικατάστασης ενός εξαρτήματος, μηχανήματος κ.λπ., ώστε το σύστημα να συνεχίζει την απρόσκοπτη λειτουργία του