Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μερινό τα μερινά
      γενική του μερινού των μερινών
    αιτιατική το μερινό τα μερινά
     κλητική μερινό μερινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μερινό < γαλλική mérinos[1] < ισπανική merino < υστερολατινική maiōrīnus < λατινική maiōr, συγκριτικός βαθμός του magnus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ɾiˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρι‐νό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μερινό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία