μερινό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μερινό | τα | μερινά |
γενική | του | μερινού | των | μερινών |
αιτιατική | το | μερινό | τα | μερινά |
κλητική | μερινό | μερινά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μερινό < γαλλική mérinos[1] < ισπανική merino < υστερολατινική maiōrīnus < λατινική maiōr, συγκριτικός βαθμός του magnus
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɾiˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρι‐νό
Ουσιαστικό επεξεργασία
μερινό ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του μερινός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μερινό
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μερινό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας