Πρόβατα μερινός με το εξαιρετικό μαλλί για την εριουργία.

Ετυμολογία

επεξεργασία
μερινός < (λόγιο δάνειο) γαλλική mérinos < ισπανική merinos[1], πληθυντικός του merino (απ' όπου > μερίνο) < υστερολατινική maiōrīnus < λατινική maiōr συγκριτικός βαθμός του magnus.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μερινός ουδέτερο άκλιτο

  1. (θηλαστικό ζώο) φυλή προβάτου
  2. (ύφασμα) το μαλλί αυτού του πρόβατου, για τη δημιουργία υφασμάτων, ρούχων

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία