μερινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρι‐νός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μερινός ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) φυλή προβάτου
- (ύφασμα) το μαλλί αυτού του πρόβατου, για τη δημιουργία υφασμάτων, ρούχων
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μερίνο (όπως στα ισπανικά)
- μερινόν (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μερινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας