μελανοκύτταρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.la.noˈci.ta.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λα‐νο‐κύτ‐τα‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελανοκύτταρο ουδέτερο
- (βιολογία) ζωικό κύτταρο που φέρει μελανίνη
- ※ Οι υπερμελαγχρώσεις χαρακτηρίζονται από εντοπισμένη αύξηση του χρώματος του δέρματος, είτε λόγω αύξησης του αριθμού των μελανοκυττάρων είτε λόγω υπερπαραγωγής μελανίνης από κανονικά σε αριθμό μελανοκύτταρα και ταξινομούνται αναλόγως το βάθος της βλάβης σε επιδερμικές, δερματικές και μικτές. (Δυσχρωμίες: Τι είναι και πώς θα τις αντιμετωπίσετε, Η Καθημερινή, 11 Φεβρουαρίου 2015)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελανοκύτταρο